Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ορκίζομαι στην

  • 1 σας!

    за ваше здоровье!;
    20) (при приказе, команде): στ' αρματα! или στα όπλα! к оружию!, в ружьё!; στίς θέσεις! по местам!; 21) (в клятвах): σας ορκίζομαι στα μάτια μου! чтоб мне белого света не видеть!; σας ορκίζομαι στην ψυχή της μάννας μου! клянусь памятью своей матери!; § δεν φταίω σε τίποτα я ни в чём не виноват; σε τί μού χρησιμεύει αυτό; какая мне польза от этого?; στ' αστεία или στα χωρατά в шутку; από καιρό σε καιρό временами; τό έχω σε καλό (κακό) να... считать хорошей (плохой) приметой; τό έχω σε ντροπή να... считать неудобным для себя, стесняться...; τό έχει σε ντροπή να πηγαίνει περίπατο μόνη της она стесняется гулять одна; να μού (τού, της κ.λ,π.) βγεί αυτό σε καλό (κακό) заканчиваться, оборачиваться хорошо (плохо) для меня (тебя, его и т. д.); πολύ γελάσαμε σε καλό δεν θα μας βγει много смеяться — не к добру для нас; II. με νβν. 1) (при обознач, лица, с которым имеют дело) у; к; δουλεύω στού θείου μου я работаю у дяди; πάω στού ράφτη иду к портному; 2) (при обознач, места) у; πόλεμος στού Λάλα бой у деревни Лала σε2
    II αίτιατ. от συ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σας!

  • 2 τιμή

    η
    1) честь;

    ζήτημα τιμής — дело, вопрос чести;

    λόγος τιμής — честное слово;

    θίγω την τιμή κάποιου — задеть чью-л. честь;

    ορκίζομαι στην τιμή μου — клянусь честью;

    θεωρώ τιμή μου... — я считаю за честь...;

    честь;
    2) честь, почтение, уважение; почёт; почесть;

    διατελώ μετά τιμής... — с почтением... (в письмах);

    στρατιωτικές τιμές — воинская почесть;

    κάνω την τιμή — оказывать честь, почёт;

    αποδίδω τιμές — воздавать почести;

    απονέμω (τάς) τιμάς — воен, отдавать честь;

    3) цена; стоимость; курс;

    σταθερές ( — или ωρισμένες) τιμές — твёрдые цены;

    αγοραστική (χοντρική, λιανική, εξευτελιστική) τιμή — закупочная (оптовая, розничная, бросовая) цена;

    χαμηλές τιμές — низкие цены;

    τρέχουσα τιμή — существующая цена;

    επίσημη τιμή — официальный курс;

    σε συγκαταβατική τιμή — по сходной цене;

    χάνω την τιμή — обесцениваться;

    πτώση (δψωση) των τιμών — снижение или падение (рост) цен;

    πέφτει (ανεβαίνει) η τιμή — падать (повышаться) в цене;

    φουσκώνω τίς τιμές — взвинчивать (вздувать) цены;

    § 2χω ( — или λαμβάνω) την τιμή να... — имею честь...;

    προς τιμήа) в честь (кого-л.); — б) к чести (кого-л.);

    τιμής ενεκεν — из уважения к заслугам (лат. honoris causa)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τιμή

См. также в других словарях:

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… …   Dictionary of Greek

  • Αναξιμένης — I (Μίλητος 585/4 – 528/7 π.Χ.). Φιλόσοφος, συμμαθητής και διάδοχος του Αναξίμανδρου στην εκπροσώπηση της σχολής της Μιλήτου. Αυτά που αναφέρονται για τη διδασκαλία του από την αρχαία δοξογραφία πρέπει να προέρχονται από ειδική πραγματεία του… …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… …   Dictionary of Greek

  • λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • Ψαθάς, Δημήτρης — (Τραπεζούντα 1907 – Αθήνα 1979). Έλληνας δημοσιογράφος, ευθυμογράφος και θεατρικός συγγραφέας). Το 1923 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου, από το 1925 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, ως συνεργάτης της πρωινής αθηναϊκής εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»